Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

«ΧΟΗΦΟΡΕΣ» ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΠΕΘΕ ΛΑΡΙΣΑΣ-ΘΕΣΣΑΛΙΚO ΘΕΑΤΡΟ


με τη Λυδία Κονιόρδου και τον Νίκο Ψαρά
Τετάρτη 22/7, 21.15, Υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο Τρικάλων (Φρούριο)
διοργάνωση ΠΟΔΤ



Εισιτήρια διατίθενται στο Λογιστήριο του ΠΟΔΤ , 9π.μ.-1.30 μ.μ., τηλ. 24310 78352
Τιμή εισιτηρίου: 20 ευρώ ενηλίκων, 15 ευρώ μαθητικό-φοιτητικό

Τις «Χοηφόρες» του Αισχύλου από το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας - Θεσσαλικό Θέατρο φέρνει ο Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου Τρικκαίων την Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009, στο Υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο Τρικάλων (Φρούριο). Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους η Λυδία Κονιόρδου και ο Νίκος Ψαρράς. Σκηνοθετεί ο Κώστας Τσιάνος.


Εισιτήρια διατίθενται στο Λογιστήριο του ΠΟΔΤ , 9π.μ.-1.30 μ.μ., τηλ. 24310 78352
Τιμή εισιτηρίου: 20 ευρώ ενηλίκων, 15 ευρώ μαθητικό-φοιτητικό
Συντελεστές της παράστασης:
Μετάφραση : Κώστας Τσιάνος, Σκηνοθεσία: Κώστας Τσιάνος, Κοστούμια : Ιωάννα Παπαντωνίου, Μουσική : Διονύσης Τσακνής, Χορογραφία: Κώστας Τσιάνος , Μουσική Διδασκαλία: Απόστολος Ψυχράμης, Βοηθός Σκηνοθέτη: Σπύρος Αυγουστάτος
Διανομή:
ΗΛΕΚΤΡΑ-ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Λυδία Κονιόρδου, ΟΡΕΣΤΗΣ: Νίκος Ψαρράς , ΠΥΛΑΔΗΣ: Δημήτρης Καλαντζής , ΤΡΟΦΟΣ: Ελένη Ουζουνίδου, ΟΙΚΕΤΗΣ: Θανάσης Χαλκιάς , ΑΙΓΙΣΘΟΣ: Γιώργος Στάμος , ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ: Γιώργος Δεληγιάννης , ΚΡΟΥΣΤΑ: Γιάννης Παπαγιαννούλης, ΛΥΡΑ: Χρήστος Ψωμιάδης.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ: Ελένη Ουζουνίδου, Νικολέττα Βλαβιανού , Σοφία Αθανασοπούλου , Ευγενία Αποστόλου , Ηλέκτρα Γεννατά , Μαρία Δεληγιάννη , Ελένη Καρακάση , Έλενα Μαρσίδου , Λίλυ Μελεμέ, Σεβίλη Παντελίδου , Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου , Λουκία Στεργίου , Ειρήνη Τζανετουλάκου , Φωτεινή Τιμοθέου


ΧΟΗΦΟΡΕΣ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Οι «Χοηφόρες» είναι το δεύτερο δράμα της μόνης τριλογίας που μας σώζεται, της Ορέστειας. Ο Αισχύλος «δίδαξε», ανέβασε δηλαδή σε παράσταση, την τριλογία αυτή («Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες») στα Μεγάλα εν άστυ Διονύσια το 458 και αναδείχτηκε με αυτήν νικητής στους δραματικούς αγώνες εκείνης της χρονιάς. Μια ένοχη γυναίκα (η Κλυταιμνήστρα), ως τίμημα παλιών σφαλμάτων, δολοφονεί τον σύζυγό της (τον Αγαμέμνονα, αμέσως μετά από την επιστροφή του από την Τροία) και διαφεντεύει μαζί με τον εραστή της Αίγισθο στις Μυκήνες. Ένας αθώος άντρα (ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας) ξεπληρώνει το φόνο του πατέρα του σκοτώνοντας, με τη βοήθεια της αδελφής του Ηλέκτρας, τη μάνα του. Τέλος, μια δίκη στην Αθήνα, στην οποίαν συμμετέχουν θεοί και άνθρωποι, αθωώνει τον Ορέστη και μετατρέπει τις αρχέγονες εκδικήτριες θεότητες που τον κυνηγούν, τις Ερινύες, σε Ευμενίδες, καλόγνωμες θεότητες για όσους από το σημείο εκείνο και πέρα θα σέβονται το δίκαιο.
Οι «Χοηφόρες», επομένως, στέκουν στο μέσον μιας πορείας, κατά την οποία σημειώνεται η μετάβαση από έναν κόσμο τυφλής και ένοχης ανταπόδοσης σε έναν κόσμο έννομης δικαιοσύνης. Από την αρχή της τραγωδίας η ατμόσφαιρα είναι τελείως διαφορετική από το πρώτο έργο της τριλογίας, τον «Αγαμέμνονα». Σε αντίθεση με την Κλυταιμνήστρα, ο Ορέστης εδώ εκπροσωπεί έναν εκδικητή, του οποίου τα κίνητρα είναι αγνά. Η τραγική δύναμη του έργου βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι τόσο ο ίδιος όσο και η αδελφή του Ηλέκτρα, ελεύθεροι από κάθε ένοχο κίνητρο, πρέπει ωστόσο να πράξουν κάτι που είναι χειρότερο από ό,τι έγινε ήδη στον «Αγαμέμνονα»: να σκοτώσουν την ίδια τους τη μάνα.
Το έργο αρχίζει με το προσκύνημα και τις προσφορές του Ορέστη, που συνοδεύεται από τον φίλο του Πυλάδη, στον τάφο του πατέρα του. Τότε ακούγεται το τραγούδι του χορού των γυναικών που μαζί με την Ηλέκτρα πλησιάζουν στον τύμβο. Ο Ορέστης και ο Πυλάδης κρύβονται για να δουν τι συμβαίνει. Η Κλυταιμνήστρα, τρομαγμένη από ένα άσχημο όνειρο (ένα φίδι που το γέννησε και αυτό τη δάγκωσε στο στήθος), έστειλε την κόρη της με εξιλαστήριες προσφορές στον τάφο του σκοτωμένου. Η Ηλέκτρα όμως, μετά και από προτροπή του χορού, τις προσφέρει παρακαλώντας να γυρίσει ο Ορέστης και να λάβει εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα τους. Βλέπει στον τάφο την προσφορά του αδελφού της (βόστρυχο των μαλλιών του), τα χνάρια των ποδιών του και ψυχανεμίζεται τον ερχομό του. Ακολουθεί η σκηνή της αναγνώρισης. Τα δυο αδέλφια ενώνονται με το χορό σε ένα μακρύ αμοιβαίο τραγούδι γύρω από τον τάφο του πατέρα τους, θρήνο μαζί και επίκληση. Μέσα στο τραγούδι αυτό αναγνωρίζουμε τη λαϊκή δοξασία, που ζει στην ψυχή του ελληνικού λαού ως τα νεώτερα χρόνια, του «ανακαλήματος» της ψυχής του νεκρού. Όπως τονίζει ο μεγάλος λαογράφος Κ. Ρωμαίος, « …με τους επίμονους κοπετούς και θρήνους… δεν επιδιώκουν ο Ορέστης και η Ηλέκτρα απλώς να ευχαριστήσουν το νεκρό, για να τους βοηθήσει με τη σειρά του και εκείνος μέσα από τον τάφο του. Επιδιώκουν να κατορθώσουν ‘ν’ ανεβάσουν’ την ψυχή του πατέρα τους, έτσι που να τους παρασταθεί εποπτεύοντας προστατευτικά την ώρα της μεγάλης σύγκρουσης». Χαρακτηριστική είναι η επίκληση του Ορέστη προς τη Γη:
Ω Γη! Απάνω στείλε τον γονιό τη μάχη να επιβλέπει.
Αμέσως μετά η δράση επιταχύνεται. Ο Ορέστης εκθέτει το σχέδιό του. Οι φονιάδες θα σκοτωθούν με δόλο, όπως σκότωσαν. Παρουσιάζεται στο παλάτι ως αγγελιοφόρος του δικού του θανάτου και η Κλυταιμνήστρα προσφέρει σ’ αυτόν και στον Πυλάδη φιλοξενία. Στέλλει την γριά παραμάνα του Ορέστη να φωνάξει τον Αίγισθο, που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή μακριά από το σπίτι. Στα δάκρια της παραμάνας για το χαμό του Ορέστη αντιπαραβάλλεται η υποκρισία και η κρυφή χαρά της μάνας του. Ο χορός πείθει την παραμάνα να καλέσει τον Αίγισθο (στον Αισχύλο ο χορός συμμετέχει ακόμη ουσιαστικά στη δράση), σε αντίθεση με την παραγγελία της Κλυταιμνήστρας, χωρίς τους οπλοφόρους του. Ο Αίγισθος έρχεται και σκοτώνεται μέσα στο παλάτι από το σπαθί του Ορέστη. Αμέσως μετά ο γιός έρχεται αντιμέτωπος με τη μάνα του. Οι δισταγμοί φουντώνουν μέσα στην ψυχή του, αναιρούνται όμως από τη δραστική παρέμβαση του βωβού ως τότε Πυλάδη. Σε μια γοργή στιχομυθία μάταια η Κλυταιμνήστρα, με παρακάλια και φοβέρες, προσπαθεί ν’ αλλάξει τη μοίρα της. Ο γιος της την οδηγεί στο θάνατο μέσα στο παλάτι.
Ύστερα από το τραγούδι του χορού η μεσαία πύλη ανοίγει ξανά και ο Ορέστης στέκεται κοντά στα πτώματα των δυο του θυμάτων. Προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη του καλώντας τον ήλιο μάρτυρα του δικαίου του και ζητάει να εκθέσουν σε κοινή θέα το δίχτυ, μέσα στο οποίο σκοτώθηκε αβοήθητος ο Αγαμέμνονας. Καμιά δικαιολογία όμως, που ουσιαστικά την ψάχνει για τον ίδιο του τον εαυτό, δεν μπορεί να τον προφυλάξει. Οι Ερινύες, τα πνεύματα που επιζητούν την εκδίκηση για τη δολοφονία της μάνας του, φανερώνονται μπροστά του, αόρατες για τους άλλους, και ο ίδιος αποχωρεί έντρομος.

Θωμάς Μπεχλιβάνης Φιλόλογος

ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Ο Αισχύλος, γιος του ευγενή γαιοκτήμονα Ευφορίωνα από την Ελευσίνα, γεννήθηκε το 525/524 π. Χ. Μεγάλωσα στα χρόνια των συγκλονιστικών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που διαμόρφωσαν το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Έζησε την κατάλυση της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών, τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, τη διάσωση της νεόδμητης δημοκρατικής πολιτείας από τον απειλητικό συνασπισμό των γειτόνων της (Βοιωτών και Χαλκιδέων) και από την εχθρότητα των Σπαρτιατών. Ήδη, πριν από τη γέννησή του, οι δραματικοί αγώνες είχαν καθιερωθεί, από τότε που ο Πεισίστρατος οργάνωσε λαμπρά τις γιορτές των Μεγάλων Διονυσίων στο άστυ της Αθήνας. Η παράδοση λέει ότι, ενώ ο Αισχύλος κοιμόταν σε έναν αμπελώνα, παρουσιάστηκε ο Διόνυσος και του έδωσε εντολή ν’ ασχοληθεί με τη νέα τέχνη, τη δραματική. Πάντως ο Αισχύλος ήταν ένας από τους διαμορφωτές του δράματος και από λογοτεχνική και από θεατρική άποψη. Η προσθήκη του δεύτερου υποκριτή και η συνακόλουθη αύξηση των διαλογικών μερών εις βάρος των λυρικών του χορού (αν και τα τελευταία συνέχισαν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο) είναι μια από τις σημαντικότερες συμβολές του στην εξέλιξη του είδους.
Η έννοια του τραγικού, έτσι όπως αυτή πήρε σάρκα και οστά στα έργα του Αισχύλου, είναι βαθιά σημαδεμένη από τη σύγκρουση των Ελλήνων με τους Πέρσες. Το γεγονός αυτό στάθηκε καθοριστικό για τη ζωή του ποιητή, όπως δείχνει και η παράδοση σχετικά με το επιτάφιο επίγραμμα που έγραψε ο ίδιος για τον μελλοντικό του τάφο, όπου αγνοείται παντελώς η προσφορά του στο δράμα και τονίζεται μόνον η συμμετοχή του στους αγώνες εναντίον των Περσών, αφού, ως ώριμος άντρας, πολέμησε και στις δύο κορυφαίες στιγμές της σύγκρουσης: στη μάχη του Μαραθώνα και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τα αποτελέσματά της τα εβίωσε όχι με την αγαλλίαση και την έπαρση της νίκης αλλά με «το βαθύ συνέπαρμα ενός ανθρώπου που γνώρισε την πραγματικότητα της δικαιοσύνης μέσα στην πορεία της ιστορίας». (A. LESKY) Ποιητής, θρησκευτικός φιλόσοφος και θεολόγος ταυτόχρονα, ο Αισχύλος σημαδεύει με το έργο του μια κορυφαία στιγμή στην εξέλιξη της σκέψης των Ελλήνων σε σχέση με το πρόβλημα του δικαίου. Οι «Πέρσες», το παλιότερο από τα σωζόμενα έργα του και, ταυτόχρονα, η αρχαιότερη τραγωδία που έχουμε στα χέρια μας (472), αποτελεί μια μνημειακή απεικόνιση της συντριβής των δυνάμεων της Ύβρεως και της επιβολής της Δίκης ως θεϊκής και φυσικής μαζί νομοτέλειας.
Ο κατάλογος των δραμάτων του Αισχύλου, όπως μας πληροφορούν οι αρχαίες πηγές, προσφέρει 79 με 90 τίτλους δραμάτων. Η πρώτη εμφάνισή του σε δραματικό αγώνα τοποθετείται στην 70η Ολυμπιάδα (499-496), με ανταγωνιστές του τον Πρατίνα και τον Χοιρίλο. Η πρώτη του νίκη σημειώνεται το 484 και την ακολουθούν δώδεκα άλλες. Το 458 νίκησε με την Ορέστεια («Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες»). Από τις υπόλοιπες σωζόμενες τραγωδίες του οι «Επτά επί Θήβας» τοποθετούνται το 467, ενώ ο «Προμηθέας Δεσμώτης» και οι «Ικέτιδες» παρουσιάζουν προβλήματα χρονολόγησης. Οι μελετητές τοποθετούν την πρώτη μετά την Ορέστεια και τη δεύτερη γύρω στο 463, αν και στο παρελθόν εθεωρείτο η πιο παλιά τραγωδία, λόγω κυρίως της αρχαϊκής της μορφής.
Ο Αισχύλος ταξίδεψε δυο φορές στη Σικελία. Στο πρώτο ταξίδι τον βρίσκουμε στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα. Πιθανώς εκεί ανέβασε για δεύτερη φορά τους «Πέρσες» και συνέθεσε το δράμα «Αίτνα». Δεν γνωρίζουμε την αιτία που τον οδήγησε για δεύτερη φορά στη Σικελία. Ίσως κάποια διαφωνία του με το αθηναϊκό κοινό, όπως μερικές αρχαίες πηγές υποδηλώνουν. Πάντως στην Αθήνα δεν ξαναγύρισε. Πέθανε στη Γέλα της Σικελίας το 456/455. Εκεί ο τάφος του έγινε ευλαβικό προσκύνημα για τους δημιουργούς και τους εραστές της δραματικής τέχνης. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν με νόμο που επέτρεπε σε όποιον ήθελε να παίρνει μέρος στους δραματικούς αγώνες με έργα του. Όμως, το πιο μεγαλοφυές μνημείο για τον μεγάλο τραγικό το έστησε ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του.















Δημοσίευσέ το στο:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου