Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Στο πέρασμα του αιώνα - Α φ ι έ ρ ω μ α


Χ Τ Ε Σ,  Σ Η Μ Ε Ρ Α,  Α Υ Ρ Ι Ο
Από τον Πολίτη Βάιο Φασούλα







(Ας  ξεφύγουμε για λίγο από τα δρώμενα των σημερινών κομματικών κουτσομπολιών, που μόνο κουτσομπολιά δεν είναι παρά μια οικτρή πραγματικότητα, η οποία ολοκληρώνεται  μ έ ρ α  με τη  μ έ ρ α.  Οι… πρωταγωνιστές αυτής της ελεεινής κατάστασης, σε πρώτο βαθμό είναι οι έλληνες Πολίτες, ναι, όπως το λέμε, και σε δεύτερο οι «πολιτικοί», που απλά διεκπεραίωσαν τις εντολές τους!!

Έτσι λένε, οι «σωτήρες» των δυο αυταρχικών –απολυταρχικών - συντηρητικών κομμάτων εξουσίας, που κάποια στιγμή, εκτός από τα «καλά» που πρόσφεραν στον τόπο μας, με μαθηματική ακρίβεια, ψεύτες, ληστές και υποκριτές, λαμόγια, απατεώνες και πραματευτές των ελληνικών αξιών και συμφερόντων, κάποια στιγμή, θα λογοδο-τήσουν.

Θα είναι κι αυτό μια έκφανση της οικτρής πραγματικότητας, πλαισιωμένης από δέος και από ανατριχιαστικά υπερδανειακά συναισθήματα. Ας  ξεφύγουμε λοιπόν για λίγο δίνοντας το λόγο στον αφέντη Λόγο, με ένα αφιέρωμα για τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη, μήπως, λέμε μήπως, αποφευχθούν οι επικείμενες εκφάνσεις-συγκρούσεις των αηδιασμένων και καταγελασμένων Πολιτών, εκείνων που, εσκεμμένα ή μη, πρωτοστάτησαν για την μεσαιωνική και ατέρμονη πορεία της Χώρας μας.
Τρίκαλα 20-12-2010 Βάιος Φασούλας 

Χ Τ Ε Σ,  Σ Η Μ Ε Ρ Α,  Α Υ Ρ Ι Ο

Δύσκολο και βαρύ το ξεκίνημά σου, ω αιώνα!
Από πού ν’ αρχίσω, ως πού να γυρίσω και τι να σκεφτώ; 
Τώρα που έφτασες στη Δύση σου πια κι αργοσβήνεις
Θα χρειαστώ για τη ζωή σου έναν ολόκληρο αιώνα να τα πω 

Για να δω ζωντανά, όσο τα μάτια μου ακόμα βλέπουν
Πως ό,τι από χρώματα υπάρχουνε στη γη, όλα τα φόρεσες
Στα βάλαν -δεν τα έβαλες- σα να ’σουν βαθμοφόρος στρατιώτης
ή ένας σταυροφόρος μισθωτός
Και σ’ όπλισαν να φαίνεσαι απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα
Σημεία άχαρα, απαισιόδοξα γεμάτα με κακία
Όπου φορτώσαν, φορτώθηκες - δεν έχει σημασία- πάνω σου θύτες και θύματα, εγκλήματα ατιμώρητα, θάνατο, πόνο και δυστυχία

Πριχού ακόμη εμφανιστείς φόρεσες το μαύρο σου πένθος
Σοβαρός, αμετάκλητος και βλοσυρός σαν να ’χες πάρει κιόλας τις μεγάλες σου αποφάσεις
Σε βλέπαμε με την αδιάψευστη φυσιογνωμία σου
μπρος στα μισάνοιχτα μάτια μας
Κι άλλα μάτια άλλων και πολλά, που δεν πρόλαβαν να δουν
το πλατύ φως του ήλιου
Λίγο πριν βασιλέψουν, για σε ευχήθηκαν!
Κι εμείς σε βλέπαμε ξεκάθαρα σα να ’σουν νεκροθάφτης
ή δικαστής
Κοιτώντας με απάθεια μέσα απ’ την επικράτειά σου
Όλα όσα γίνονται γύρα σου

Και προσπερνούσες αγέρωχος, αδιάφορος και απλησίαστος
Με τα γνωστά χαρακτηριστικά σου, τη συρτή κι αόρατη βουή σου
Χωρίς ποτέ σου να νοιαστείς, να δεις και να αφουγκραστείς
τους ποταμούς, που δίπλα σου οργιάζουν
Πατώντας σαν ακροβάτης πάνω στη λάβα που δεν έσβησε ποτέ
Μια λάβα ανθρώπινη που έπιανε και πιάνει όλα σου τα σημεία
Μαζί κι εκείνα του ορίζοντα 
Και φάνταζες ανένδοτος σα να ’σουν ξένος σ’ όλες μας
τις εποχές και στις δεκαετίες
Παντού και πάντα, στο χτες και στο σήμερα, στο γνωστό και στο
άγνωστο, στο ασίγουρο και άφανο, στο μακρινό και στο άπιαστο
Παίζοντας ασταμάτητα πάνω στη μαύρη σκακιέρα ποντάροντας στα χρώματα του σκούρου και του μαύρου

Άγονος και σκληρός σε λαούς και φυλές, μικρούς και φτωχούς
Λες κι είχες εισπράξει μια δύναμη, μια μανία κι ένα μίσος
Αλλοπρόσαλλος και αληγής σαν άνεμος, όπου νόμισες
πως δεν θα τέλειωνες ποτέ
Κι όλα αυτά τα ’στρεφες και τα στρέφεις πάνω μας ακόμα και τώρα
Όπου κι αν φτάνεις κι αν βρίσκεσαι στο κατώφλι της ιστορίας,
της λήθης, της ευλογίας ή του αφορισμού,
στο μέσα και στο έξω της ανθρώπινης ψυχής
Τα χρησιμοποιούσες πάντα και τα χρησιμοποιείς πάνω μας
ακόμα ως στη στερνή σου ώρα και πνοή
Δημιουργώντας και τροφοδοτώντας πάντα την ματαιότητα
Εκείνη που η ανθρώπινη ύπαρξη καταργεί και διώχνει
Πιστά τη διατηρείς, εσύ! 

Κι όλο γράφεις, γράφεις αχόρταστα κι ασταμάτητα
Γεμίζοντας πια όλα σου τα αβάκια με κατάστιχα
Μ’ αυτά που κληρονόμησες κι αυτά που απόχτησες 
Και εξακολουθείς ανυποχώρητα τα μαύρα να φοράς
Όπου έγιναν ένα με το αόρατο κορμί σου
Για να τα φορούμε, μόνιμα, μαζί σου κι εμείς
Λες και γεννηθήκαμε μ’ αυτά κι είναι μες στο πετσί μας,
μες στην καρδιά μας και μέσα στην ψυχή μας!

Από πού ν’ αρχίσω, ως πού να φτάσω και τι να σκεφτώ;
Όπου καθ’ όλη τη διάρκεια μιας μέρας και μιας νύχτας 
Δεν παύω να σε θωρώ δυσοίωνο ουρλιαχτό
Να ’χες μάτια, αφτιά, νου και στόμα!
Τουλάχιστον κάτι ν’ ακούσω να μου πεις
Κουράστηκα να βλέπω μόνο τα «θαύματά» σου
Αφόρητα, ασήκωτα πολλές φορές
Να φτάνουν στο μυαλό μου διάφορες εικόνες 
Οικτρές οι πιο πολλές

Να, να σου πω μια, πως σε θωρώ πότε σαν φίδι φαρμακερό
Πως μπαίνει στ’ αμπέλια, στους αγρούς και πως τα καταστρέφει
Και πως ένας ανήμπορος δραγάτης με μια τσαπιά το κόβει στα δυο
Για να μπορεί τ’ αμπέλι να δώσει τους καρπούς του
Να μεθύσει τη ζωή, να μεθύσει τον κόσμο, να μεθύσει το Θεό
Κοντά να μεθύσει κι ο ανθρώπινος χάρος, που απ’ τα σκοτάδια σου τον φέρνεις εσύ
Να ανάψει το γλέντι σβήνοντας τον ανθρώπινο πόνο
Και τέλος, τέλος να μεθύσεις κι εσύ
Όταν το φίδι το φαρμακερό θα ’χει εξολοθρευτεί

Κι εκεί που καρτερώ στις αγκαθιές να σβαρνιστεί,
μέσα στη γη να γκρεμιστεί, για πάντα να χαθεί
Σηκώνεται ορθό και είναι σαν θεριό
Σα να χτυπά συναγερμό κι όλο καλεί, φωνάζει
Ό, τι αυτό, στα τόσα χρόνια της ζωής, δεν πρόφτασε να κάνει
Ο αντικαταστάτης του να ’ρθει ν’ αρπάξει, να φάει κι όλα να τα
ρημάξει

Κι εκεί, θαρρώ, μέχρι και χέρια βγάζει και τ’ απλώνει
Κι όλη την πλάση να σκεπάζει στη μαύρη του όψη και οργή
Να σβήνει η ματιά μου απ’ τον τρόμο
Καθώς θωρώ το στόμα του ν’ ανοίγει, να σφυρίζει
Δεν θέλει, τ’ ακούω μέσα στα μουγκρητά του,
τους αγρούς να χωριστεί
Κι όσο οι ώρες του στο τέλος πλησιάζουν
Τόσο ο θυμός του άγρια ξεφαντώνει φέρνοντας ανατριχιά,
ρίγος και ταραχή      

Να μετεωριζόμαστε τρογύρα οι άνθρωποι και η πλάση 
Ανίκανοι ν’ αντισταθούμε στο αδάμαστο και στοιχειωμένο φίδι
Το δηλητήριό του πάνω μας να χυθεί
Το ίδιο δεν θέλει να το πιει
Κληρονομιά θέλει να μας τ’ αφήσει
Κεφάλι να μη σκώνουν οι γενιές
Κι αν δεις το μίσος του που απλώνει
Μάρμαρο το κορμί, τρέμει η ψυχή μας, θολώνει το μυαλό, ματώνει η καρδιά
Καθώς σκορπώντας το φαρμάκι του σ’ εμάς και στα περβόλια
Έρμαιοι μένουμε, με χέρια αδειανά και κούφια τα κορμιά μας!

Και να σου πω κι ακόμα μια εικόνα
Πως σε θωρώ σαν έναν άγγελο νεκρό
Χωρίς σπαθιά και πίσσα το κορμί του
Που να μαυρίζει τον ουρανό, τ’ άστρα και τη σελήνη
Το σύθαμπο, το λυκαυγές, αναπνοές ετούτης της ζωής
Τον ήλιο να τυλίγει στα φτερά του
Και τους ανέμους να ωθεί να ορμούν σαν μανιακοί
Η γη να τρέμει στη θωρή του
Να βγαίνει η αγκούσα της τρελή
Και να ξερνά καπνούς, φωτιές, πολέμους, αρρώστιες και χολή

Η έρημος ν’ αλλάζει τη μορφή της
Την άμμο της ν’ απλώνει πανταχού
Να μένουνε χωρίς νερό τα ψάρια
Στα δένδρα να γέρνουν οι κορφές
Άγριες φωνές απ’ όλα πια τα όντα
Να σκώνονται οι αδηφάγοι, μιλιούνια οι αγιούπες
Ν’ ακούγονται παντού του τρόμου οι κραυγές
Και να θυμίζουν σε όλα και σε όλους
Παλιές θρησκευτικές πομπές

Κι εκεί να φτάνουν έξαλλα αγγελούδια
Ανάρμοστα να βγαίνουν μεσ’ απ’ τα έγκατα της γης
Κι αντί φτερά, λάμψη, χάρη και γοητεία
Κέρατα θα ’χουν, ουρές και θα ξερνούν φωτιές
Για ένα σκοτάδι θα έχουνε φροντίσει
Κι όλα η πίσσα θα τα ’χει καταπιεί
Ένα σκοτάδι πιο βαθύ κι απ’ το σκοτάδι
Που θα παράγει την ανθρώπινη μορφή
Και θα ’χει το προμάντεμα μιας στάχτης
Μιας άγνωστης κόλασης και μιας καταστροφής! 

Απ’ τη στιγμή που ήρθες κι έμοιαζες σαν άρχοντας ή θεός
Σαν ημερολόγιο ή ιστορία, σαν κατάρα ή αμαρτία
Πάνω σου εναποθέσαμε σαν άνθρωποι τα βάρη μας
Να σε θωρούμε λυτρωτή πολλές φορές
Αφού κάθε χρονιά για σένα τραγουδάμε
(τούτη που τώρα φτάνει είναι η δύο χιλιάδες έντεκα)
Πάνω στων παιδιών σου αλλαγές
Κι εκεί μαζί τους να ξεχνούμε
Όλους μας τους πόνους και πληγές
Κι εκεί πάνω τους αφήνουνε
Όλοι οι λαοί και οι φυλές όλες μας τις ευχές!

Να σβήσουν οι απόηχοι των πόνων και το κλάμα 
Να λάμψει ο ήλιος να χυθεί
Πα στην ομίχλη, στην κατάρα
Με μιας να λιώσει, να χαθεί!

Σ’ αυτό συμπαραστάθηκες, αλήθεια,
Με υπομονή που δεν έδειξες ποτέ
Μόνο που έτριζες τα δόντια
Ήσουν, φαινόσουν κι ανιδιοτελής
Μα απ’ τη σιωπή και ανοχή ίσαμε την υποταγή σου
στ’ ανθρώπινο στοιχείο
Αδιαφόρησαν στους χρόνους σου, στους μήνες σου, στις ώρες 
Έχοντάς σε πάντα στην ώρα του μηδέν
Σκέψου, ω εσύ αιώνα!
Μαζί μ’ εμάς και σένα αλωνίσαν τα θηρία
Θερίζοντας καρπούς πραγματικούς

Κι άλλα πολλά θα μπορούσα να σου πω
Να σου θυμίσω και τον πολιτισμό μας
Όπου στο διάβα σου άκμασε και πλάτυνε πολύ
Κι όλα να γίνονται πατώντας ένα κουμπί
Τι θες να δεις, τι θες ν’ ακούσεις και τι θέλεις να μάθεις
αν τολμήσεις και πεις πως τίποτα δεν ξέρεις;
Θα ’σαι ένας ψεύτης, ένας δειλός, ένα τίποτα και ένας υποκριτής

Αλλιώς σε περιμέναμε εμείς οι ανθρώποι
Μα εσύ τους απόηχους των περασμένων αιώνων τους έφερες μαζί
Τι έφταιξε; Γιατί;

Αδαής απ’ τη φύση σου δεν είσαι
Κι ούτε απ’ το ανθρώπινο άλγος έλειψες στιγμή
Όλοι, μα όλοι, μιλούν για σένα
Κι απ’ την αόρατη σκιά σου παίρνουμε ανάσα κι αντοχή

Άλλοι πάνω σου γράφουν δεινά και διαθέσεις 
Κι άλλοι πάνω σου γέρνουν σαν κορφές
Αειφανή, σε θωρούν, σαν φρούριο απόρθητο κι αδάμαστο προστάτη
Τους αληγείς ανέμους να διώχνεις διαρκώς
Να στραφταλίζουν οι κορφές τους με καμάρι
Όπως μετά τη μπόρα και τη νεροποντή
Που έριξε η φύση και σκιάχτηκε η ίδια
Απ’ το ατσάλι, τη φωτιά και τη βροχή
Κι εκεί αφήνουν τη γυαλάδα να φεγγίσει
Οι δρόμοι, οι ανθρώποι, οι στέγες, τα κλαριά   
Μια ασημένια κρούστα να τα ’χει περιλούσει
Κι ο άνεμος ο κοσμοταξιδευτής
Να παίζει απαλά τη μουσική του
Να διώχνει μακριά τ’ ανθρώπου αθυμία
Να τραγουδά μαζί με τα πουλιά
Των αγριμιών φωνές να κάνει μελωδίες
Και να στεγνώνει με χαρά όλη την πλάση
Ο ήλιος μας ο λαμπρός να μη βραχεί
Να σκάζουν, να φλογίζουν οι αχτίνες
Αίθριος ν’ ανοίγει τις πύλες ο ουρανός
Χαρά Θεού να γίνεται η ζήση  
Και να ηχούν ξανά όλων οι προσδοκίες
Και ν’ αρχινούν απ’ την αρχή!

Έτσι θα μπόραγες κι εσύ να είσαι
Και ουρανός και γη, μπόρα και άνεμος, ήλιος και βροχή!

Μα κι αστραπής να έπαιρνες την όψη
Και τη φωτιά να είχες αδελφή
Του χαλαζιού και της βροντής, θεός που θα ’σκιαζες τα όρη
Να θέριζες τον κόσμο, τις κορφές και τα νερά
Λαίλαπας αγγρισμένος να γινόσουν και να σέρνεις
Σαν άχυρα τον κόσμο και τα κύματα, τα δένδρα και τα βουνά 
Σεισμός που θ’ άνοιγες ως και της γης τα σπλάχνα
Και να ξερνάς αδιάκοπα φωτιά και καταχνιά

Κάποια στιγμή θα σώπαινες κι εσύ
Τούτο το μεγαλείο θα το ’θελες κι εσύ!

Ποιος είναι αυτός που σ’ έφτιαξε, αιώνα;
Να ’ναι η φύση, ο Θεός;
Μα όλοι οι αδελφοί σου ήρθαν, πριχού αυτός φανεί;
Αλλιώς, πού ξέρεις και πού ξέρω, ίσως να σου ’δινε άλλο
ανάστημα, άλλα προνόμια και άλλη προσταγή
Πώς εξηγείται αλλιώς να ’σαι ο πρωταγωνιστής;
Με τα κακά και άσχημα στο ενεργητικό σου;
Που ζεις κι εσύ κι ακολουθείς τούτον τον πολιτισμό
Μες στα πολλά άσχημα, που γίνονται ολοένα
Εκτός πολέμων και φωτιάς
Κι άλλα πληθαίνουν, σαν μολυσμένα μαύρα σύννεφα
Πνίγουν τη γη, τον ουρανό
Σβήνουν τα ολόχαρα και φωτεινά αστέρια
Όπου προσφέρουν απλόχερα το φως
Πώς να τα βγάλουμε πια πέρα;

Κοίτα να δεις, εδώ παράδειγμα, στη γηραιά Ευρώπη
Της σκάλας σπάσανε τα σκαλιά και μείναν μόνο δυο
Το ένα που είναι άπιαστο και ψηλά
Και τ’ άλλο το πλατύσκαλο στον κούφιο μένει πάτο
Για να δεις πρόσωπο Θεού και μια αχτίδα φως,
πρέπει ν’ ανέβεις πάνω

Και πάνω στα κεφάλια μας βαριά πέσαν τα χιόνια! 
Βαριά και τα ποδάρια μας, μαύρη και η καρδιά μας! 
Κοίτα να δεις τα χρόνια σου πάνω στην ανεργία
Μέτρησε, αν θες, τα νούμερα, περνούν το τέταρτό σου
Κι αν δύναμη σ’ απόμεινε και κάμποσο κουράγιο,
θα δεις, «γεννιέται» φτώχεια
Κι αν κατά τύχη κληρονόμησες λίγη απ’ την ανθρωπιά μας
Και θες να δεις για μια στιγμή λίγα απ’ τα παθήματά μας

Μεγαλουργία θε να δεις στους διαχωρισμούς
Τέρας μορφής κατάντησε το μοίρασμα του κόσμου
Κι ένα καινούριο «γέννημα» φέρνει το ρατσισμό
Μία πληγή ασήκωτη ο κόσμος πια σηκώνει 
Και ζεις, ω συ, αιώνα μας, μες στον πολιτισμό
Κι όλα αυτά απλώθηκαν στον κόσμο μας πλατιά
Χώρια οι αρρώστιες και οι πείνες 
Χώρια τα κόκαλα που φαίνονται πάνω στα πρόσωπα,
τα ξεπλυμένα μάτια κι οι παιδικές πρησμένες κοιλιές 
Να χάνονται ως δια μαγείας οι ανθρώπινες αξίες
και να στερεύουν τ’ αγαθά
Γι’ αυτά που πάλεψε αμείλικτα ο έγχρωμος και γήινός μας κόσμος
Πεθαίνουν μες στη ζήση σου καθημερινά! 

Γιατί, τάχα, συχνά να επικαλούμαστε τα Σόδομα και Γόμορρα
της παλιάς εποχής;
Για τούτα δω τα νέα, γιατί δε μας μιλά κανείς;

Αυτά σου λέω να κοιτάξεις, αιώνα, και ν’ αφουγκραστείς
Αν θες το χέρι σου να βάλεις
Μπορείς ακόμη, έστω και τούτη την ύστατη στιγμή
Πριχού μας έρθει μια αυγή
Άγνωστη απ’ τις συνηθισμένες
Χωρίς τα ρόδα τ’ ουρανού
Άδεια απ’ την αίγλη των κυμάτων
Στείρα απ’ τη Δύση του γιαλού
Μ’ ένα λυκόφως στεγνό και βλοσυρό
Με μια ομίχλη πάνω στα κλαριά
Θειάφι θα είναι και οδύνη

Μη ζήσουμε αυτά! 

Ε! Σε αδικώ, λες, κι ότι δε φταις εσύ;
Κι ούτε σε ρώτησαν ποτέ
Για τις σκούρες και τις μαύρες στράτες που πήρες
Σε οδήγησαν κάποιοι και λιγοστοί
Και πως είμαι απαισιόδοξος;
Α! Ναι! Βέβαια! Μου το ’πες κι αυτό
Θα θέλεις ν’ ακούσεις και για τα καλά σου
Τα ξέρω και είναι λιγοστά

Άκου και κράτα την πνοή σου
Κι αν χρειαστεί θα ακούσω τη βουή σου
Να βγαίνει απ’ τα έγκατα της γης
Σαν πυρωμένο σίδερο να είναι   
Πα στο αμόνι να χτυπά ετούτης της ζωής
Το εκκρεμές να σβήσει και να λείψει
Τούτο το χάος που αρχίζει να κρατεί
Μορφή να πάρει και ανάπνα 
Και να βροντήξει σαν του Θεού οργή
Κι αν θες, σου λέω, σαν τούτη την ανθρώπινη
που ’ναι πιο δυνατή
Να φτάσει ως τα πέρατα του κόσμου
Πνιγμένη απ’ των ανθρώπων τη λήθη και σιγή
Κάποια στιγμή να βρει το φως και την πηγή!

Α! Βέβαια, να πούμε, μου ξαναλές, τα καλά σου
Λίγα και πολύ αραιά! 

Στάλες βροχής δε φτάνουν να δροσίσουν την ξεραμένη γη
Κι ούτε ένα λουλούδι φτάνει στην έρημο αν βγει
Κι ούτε ένα καντήλι μπορεί να ρίξει φως στη γη
Όπως κι ένα πουλί δεν φέρνει τη ζωή

Δύσβατο ήταν το ξεκίνημά σου ω, αιώνα
Και ξένος απ’ τα τάματα που ’χες εσύ ταχθεί
Δύσκολο τέλος κι άχαρο δε νοιάστηκες να πιεις
Απ’ τις αστείρευτες πηγές π’ άφησες να πληγούν
Στης ξηρασίας τα δεινά να ταλαιπωρηθούν

Πηγές είναι, αιώνα μας, τα πλούτη της ψυχής μας
Μα, μήνυσε στο Νέο Αιώνα μας να έχει μια μορφή
Για να μπορεί ο κόσμος να τον βλέπει
Για να μπορεί ο κόσμος μας λίγο να σοφιστεί
Να φτιάξουμε τη γη μας παράδεισο και αίγλη
Τόπο σοφίας, αγάπης και αρετής!

Κόσμος σου ο κόσμος μας, εσύ ω, Νέε Αιώνα!
Σου είμαστε η ψυχή μαζί και η ζωή!
Κι αν είσαι άυλος,
σαν τα χαρτιά μιας τράπουλας, όλους εμάς στα χέρια σου κρατάς
Παίξε σωστά πα στο τραπέζι της ζωής και άλλαξε γοργά
τα χρώματα απ’ την τσόχα
Και το χαμένο κέρδος μας κι αυτό που μας ανήκει
ν’ αντλήσουμε μαζί 
Άλλως χωρίς εμάς, τι θα ’χεις κι αν υπάρχεις;
Βάλε τα χέρια σου και κράξε ν’ ακουστείς 
Πριχού ακόμα φτάσεις, μη μας χαθείς κι εσύ!


(Από την ποιητική συλλογή, «Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή») 

«EΕ». Ελλάδα, Τρίκαλα, Δεκέμβρης 20  2010 pelasgos@fasoulas.de   www.fasoulas.de

Δημοσίευσέ το στο:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου