Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

«ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ» - Αφιέρωμα από το Βάιο Φασούλα


Χάρη στη Μεγάλη Βδομάδα του 2011, δε θα σχολιάσουμε τα σημερινά δρώμενα (που εδώ που τα λέμε δεν υπάρχει κάτι που να μη βρωμάει από εθνική καταισχύνη –«πολιτική» προδοσία και ντροπή), θα μείνουμε λοιπόν στο γιορτασμό της Λαμπρής με ένα αφιέρωμα για τις φίλες και φίλους, πιστούς και άπιστους και πριν «εξελιχθούμε» σε όχλο, ας βροντοφωνάξουμε για μια φορά όλοι μαζί:







«Χριστός Ανέστη χριστιανοί!
Με τούτη την Ανάσταση και η ζωή
κι αυτή να αναστηθεί!»

ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

 (Συχνά δυο φίλοι επικοινωνούν άλλοτε αλληλογραφώντας και άλλοτε με το τηλέφωνο συζητώντας πότε λίγο και πότε πολύ, ανάλογα με το θέμα της κάθε φοράς, που τους απασχολεί. Συνήθως αυτός που προβληματίζεται και προβάλλει θέματα για συζήτηση, είναι ο ένας φίλος, νεότερος κατά δέκα χρόνια απ’ τα εξήντα του άλλου και ζει εκτός Ελλάδας. Ρωτά, λοιπόν, κάθε φορά για κείνο που θέλει, αν είναι σωστό αυτό που σκέφτεται να πει, να κάνει ή όχι και ανάλογα ο μεγαλύτερος φίλος του τοποθετείται και του λέει τη γνώμη του. Σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται ότι η γνώμη είναι σωστή και ο νεότερος φίλος, από σεβασμό, εκτίμηση και συμπάθεια, αποφάσισε να τον χαρακτηρίζει «δάσκαλο». Οι συζητήσεις λοιπόν γίνονται σε μεγάλες συχνότητες και ο φίλος της ξενιτιάς καταγράφει πάντα τα των συζητήσεων. Αυστηρός ο ένας, στέκεται πάντα με κριτικό μάτι και σκέψη, διοχετεύοντας στο νεότερο φίλο του την κρυφή σοφία του όπου και την προσφέρει με χαρά. Διψασμένος ο άλλος τη ρουφά,  χρησιμοποιώντας την κάθε φορά σαν βροχή, όταν στη ψυχή του νιώθει ξηρασία. Έτσι και σήμερα, ανήμερα του Πάσχα, πήγε σ’ ένα τηλεφωνικό θάλαμο έχοντας μαζί του κι ένα κόκκινο αβγό και αφού με μεγάλες δυσκολίες κατάφερε κι έβγαλε γραμμή, ξεκίνησαν την κουβέντα καλημερίζοντας ο ένας τον άλλον, παίρνοντας το λόγο πρώτος ο φίλος της ξενιτιάς.)


ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

Σε σένα φίλε μου Ανδρέα τρέχω για μια στιγμή
Και να σου πω και τούτη τη φορά, λαμπρά, Χρόνια Πολλά
Πάσχα να θυμηθούμε, για μια άλλη φορά
Κι από μακριά έστω, στις άκρες απ’ τα δυο σύρματα,
να σπάσουμε τ’ αβγά

Να τρέξει απ’ τα σύρματα ο απόηχος σαν αστραπής το άναμμα  που φέγγει
Και της βροντής που σκιάζει τη φύση και τα ζα
Και της βροχής, του χαλαζιού, που όλα τα ρημάζει
Και που φεγγρίζει στ’ άναμμα τρόμο και πανικό,
σαν πέφτει το ατσάλι

Και λιώνει όχι μονάχα σκότη, μα κι άλλα, έστω,
για μιας στιγμής δεινά
Να, φίλε μου, για παράδειγμα, για μια στιγμή κι εσύ μαζί
ν’ αφουγκραστείς
Να μη θαρρώ πως τ’ αφουγκράζομαι μονάχος μου εγώ

Σ’ αυτά τ’ αναστενάγματα της φύσης, που είναι κραδασμοί
Των κεραυνών και της νεροποντής
Και του ανέμου π’ αλυχτά κι όλα τα ξεριζώνει
Μέσα στο άγριο πέρασμα, όλα τα ισοπεδώνει
Κι αφήνει να ακούγονται μόνο κραυγές στριγκλιές
Όταν μέσα απ’ τα δέντρα, γυμνά πια, σκίζεται και μουγκρίζει

Πού ξέρεις, μπορεί το σκούξιμο αυτό να είναι και τραγούδι
Μπορεί να’ ναι προσευχή απ’ της Λαμπρής τη μέθη  
Μπορεί να είναι ούρλιαγμα που φέρνει η οδύνη
Μπορεί, πού ξέρεις, κι άλλα είναι δυνατά σ’ αυτό το μετερίζι
Που ’γινε πια καθημερινό και όλους μας εγκλωβίζει
Και πες μου εσύ, όπως συχνά μου λες,
«φίλε, ξενιτεμένε, τα παραλές κι απαισιοδοξείς»

Κι ακόμα ν’ ακούσεις τον εγκέλαδο πώς τρίζει όλη τη γη
Θαρρώ, στα χέρια του τα δυο τη γη πιάνει για αβγό
Έτσι ή αλλιώς το πορφυρό της χρώμα το έχει αποκτήσει
Ίσως να θέλει και αυτός λίγο να την τσουγκρίσει
Στο χάος να τη ρίξει και σκότος να σκορπίσει

Να φτάσουνε τα σύννεφα, σταχτιά, θολά και μαύρα
Και ν’ αγκαλιάσουνε τη γη με βια κι ασφυκτικά
Μόνα να μείνουν κι έρημα, στην άπειρη ερημιά...
Εδώ μακριά που βρίσκομαι έφτασες στο μυαλό μου
Και πριν στη σκέψη μου διαβείς εσύ, ω δάσκαλέ μου
Πολλά, παλιά και τωρινά, σκέφτηκα για σένα
Κι ανάμεσα στα δύσκολα, στα δώθε και στα  πέρα 
Γεφύρι στήσαμε στιγμές που ’μοιαζε με καντήλι
Και διψασμένοι αρχίσαμε να κάνουμε ψαλτήρι

Και σα να ψάχναμε κι οι δυο στις θύελλες με πάθος
Λίγο εσύ, πολύ εγώ ή αντίστροφα αν θέλεις
Περίπλοκες, δυναμικές, πού βάζεις το λυχνάρι;
Εμένα έτσι μου φάνηκε, σκοταδισμός στα πλάτη
Δίψα ακράτητη, καντήλι που δε φτάνει

Το λάδι του πάει να χαθεί κι αν σβήσει θα πεθάνει
Κι αν το σκότος δεν διαλυθεί, θα πνίξει το χορτάρι
Αυτό που πάει να σηκωθεί, πα στην ακμή γυρεύουν
να το κόψουν 
Κι όλη η ζωηράδα του σαν θειάφι να του γίνει  

Ωχού! Καημένε, Ανδρέα μου, μου ’ρχεται παραζάλη
Όσο τα σκέφτομαι αυτά, μ’ αδειάζει το κεφάλι
Μέσα σ’ αυτό το εκκρεμές που αδιάκοπα χτυπάει  
Σφύρα εσύ, καλέμι εγώ κι όλο πελεκούμε 
Βαθιά στης πέτρας την καρδιά να φτάσουμε, να δούμε  

Αν έχει διαμάντια, μέταλλα ή σάπισμα και χώμα
Χώμα που πα στα μάτια μας τη συννεφιά απλώνει
Το ευλογημένο απ’ το Θεό και από μας ακόμη

Έτσι μας λένε τα γραφτά πως είμαστε πλασμένοι
Χώμα νερό και φύσημα, ο κόσμος να πληθαίνει
Και ν’ απλώνεται παντού της ζήσης η ευτυχία
Άγνωστα να ’τανε για μας, πόνοι και δυστυχία

Λες να αμφέβαλε κανείς σ’ αυτή την Οικουμένη
Πως απ’ την λάσπη πήραμε ετούτη τη μορφή;
Ή να αμφισβήτησε κανείς ότι την κουβαλάμε;
Και οι νεκροί και οι ζωντανοί Ανάσταση ζητάνε

Τούτο εδώ που βρήκαμε σαν κάποια διαθήκη
Άλλος τη λέει πίστη, θρησκεία, κόσμο, ντουνιά, φύση
και άλλος ζήση
Μέσα εδώ υπάρχουνε άγραφτα και γραμμένα
Και τα δικά μας κι εκεινών, προγόνων κι απογόνων
Μύλος μας έγινε η ζωή, μα στάρι δεν αλέθει
Δίχως η πέτρα να γυρνά κι ο σάκος άδειος μένει
Η άκρη γίνεται αρχή και μέση γίνεται η άκρη
Τέλος καλό θέλεις να δεις, μα έγινε κουβάρι
Κι ανάμεσα σε όλα αυτά τρανεύουνε τ’ αγκάθια

Παράδοξα μα αληθινά ποτίζονται με άχτι
Κρύβουν του ήλιου τις χαρές κι όλα τα ορμητήρια
Όλες του ήλιου κόρες χρυσές τις πολυλατρεμένες
Όπου ανάλογα την εποχή ορμούνε και προγκούνε
Και τα σκοτάδια τα πυκνά στα τάρταρα ωθούνε


Αν θα μας λείψουν μια στιγμή, τι θα’ χει να δει η ματιά
και να χαρεί η καρδιά μας;
Ωχού! Τι να στα λέω όλα αυτά, που μοιάζουν παραισθήσεις;
Μα να, που όμως ξεχάστηκα στων σκέψεών μου δίνη
Για άλλο λόγο πάσχισα στα σύρματα να πιάσω
Κόπο πολύ μου κόστισε, κόντεψα να γεράσω
Και να σου στείλω μήνυμα Ανάστασης τρανό
Τα «Χρόνια Πολλά» μου να σου πω, όπως πολλοί, κι εγώ

Μα να, που πάλι πλανεύτηκα με τη αναφορά μου
Και οι παραισθήσεις μου τρελές χορεύουνε μπροστά μου
Και να μιλήσω νοιάστηκα λίγο να ξανασάνω
Και να σου πω στις μέρες μας τι βλέπω και ακούω
Ξέρεις, τούτες τις μέρες, δάσκαλε, τι κάνουν οι ανθρώποι
Θες από τρόμο μην τους βγει πρόωρα η ψυχή τους
Θες από κάποιο σεβασμό και κάποιο αναβρασμό
Που βγαίνει μέσα απ’ την ψυχή που έχουν εγκλωβίσει
Χαμογελούν κι όλο υμνούν τούτη την λαμπροσύνη.

Μέσα σ’ αυτά της μέρας αγαθά
Μιλούν και γι’ άλλα πράγματα, για ανθρώπινα «επιτεύγματα»
Καμιά φορά τα θυμούνται από τρόμο μη τύχει, αλίμονο,
και χάσουνε τη σωτηρία της ψυχής   
Και θυμούνται κι εκείνον που πραγματικά ξέχασαν,
που έδιωξαν, που σταύρωσαν και έθαψαν
Και επί τη ευκαιρία τον θυμούμαι με το δικό μου τρόπο,
ξέχωρα κι εγώ

Χωρίς να ξεχνώ τους σταυρούς τους καθημερινούς,
που δεν έστησα εγώ, μήτε εσύ, μήτε ο άλλος ή οι άλλοι
που μένουν δίπλα, πάνω και κάτω από σένα και γιορτάζουν,
σήμερα, τη μέρα της Μεγάλης Λαμπρής

Και τη γιορτάζουν και άλλοι που για τους μυριάδες σταυρούς
δεν μιλούνε ποτέ
Μα και γι’ αυτόν του Χριστού μιλούν για στιγμές
Και ξεχνούν

Κι εκεί, λοιπόν, που ακούς λόγους γεμάτους ζεστασιά, αγάπη
κι αβροσύνη
Κι ανάμεσα να λένε πως όλα εδώ θα μείνουν
Όταν παντού απλώνεται τρανή η ευλογία
Που μετατρέπει απ’ την ψυχή το μίσος σε λατρεία
Νομίζεις μια στιγμή πως θα ’ρθει η αρμονία
Και κάνει όλους να μιλούν με σεβασμό και δέος
για το μεγάλο Έργο
Και που κρατούν το λόγο τους όσο κι ο απόηχός τους
Μιλούν για στιγμές και ξεχνούν
Εκεί νιώθεις αναπετάρισμα μες στης ψυχής τα βάθη
Ας είναι, λες, ανθρώπινο είναι τ’ αμάρτημα και ο Θεός
σχωρνάει
Έτσι, Αυτός, μες στα μεγάλα πειράγματα μπορεί και συγχωρεί
Και τ’ ανθρωπάκια στη ζωή να παίρνουν αντοχή



«Χρόνια Πολλά» ακούγονται τούτες τις ημέρες
Κι όλοι σχεδόν, νοιάζονται το πέρασμα πολύ γοργό να είναι
Για να μπορέσουν την «τρυγή» πάλι να ξαναρχίσουν
Η ευλογία του Θεού πάλι θα συγχωρήσει.



Άντε, λοιπόν, σε κούρασα πολύ
Τον άλλο χρόνο θα’ χουμε πιότερο πια γεράσει
Πάλι τα ίδια θα σου πω, τι θα’ χεις να μου δείξεις;
Τα σταυροδρόμια της ζωής μου τα’ χεις υποδείξει.



Και να, σ’ ακούω να μου λες πως κάπου συμφωνείς
Κι αργά με μεταφέρεις
Πάνω σε δένδρο που βογκά απ’ τους πολλούς καρπούς
κι όλο γέρνει, γέρνει



«Κοίτα», μου λες, «το δένδρο αυτό και πρόσεξε καλά
Ανάμεσα στα ζωντανά υπάρχουν και τα σάπια
Φύλλα, καρποί, μέχρι κλωνιά, ακόμα και βλαστάρια
Για άλλα έχουνε ταχτεί, μα όμως ροκανίζουν
Το δένδρο θέλουν να χαθεί κι όλο το βασανίζουν
Μέχρι που παραδίνονται τ’ αφύσικα και σάπια
και πέφτουνε στη γη 

Τις πιότερες φορές αργούν, κρατά η αντοχή τους ολόκληρες
γενιές, μα φτάνει η ώρα, πέφτουν
Θες απ’ τον ήλιο το λαμπρό, που πέφτει και τα λιώνει
Θες απ’ τ’ ανέμου την πνοή, που όλα τα ξεριζώνει
Απ’ της βροχής το ράντισμα που όλα τα θανατώνει

Κι ακόμα και η αστραπή, πριχού το ατσάλι της επάνω τους
να στάξει, η μολυβένια της μορφή τα έχει πια ρημάξει
Κι αν κρατηθούν κι αντέξουνε -σκέψου το πείσμα τους-
απ’ όλα αυτά φτάνει κι ένας σεισμός
Πρωτάκουστος και άγνωστος και ισοπεδωτικός

Εκεί πια δε γλυτώνουνε, πέφτουνε καταγής
Ποτάμια φτιάχνουν τα νερά τα σέρνουν μακριά
Μένουν μονάχα τα γερά και δένουν πιο καλά

Όλα αυτά κι άλλα πολλά στολίζουν τη ζωή
Κι ας φαίνονται παράδοξα ή απίθανα, είναι πραγματικά
Φτάνει να είμαστε αμπελουργοί σωστοί με μάτια ανοιχτά
Βάτια να ξεριζώνουμε κι όλα τα βλαβερά

Χριστός Ανέστη, φίλε μου, και Χρόνια σου Πολλά!»



Δημοσίευσέ το στο:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου